- δακτυλογραφώ
- (-έω) [δακτυλογράφος]γράφω με γραφομηχανή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δακτυλογραφώ — δακτυλογραφώ, δακτυλογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δακτυλογραφώ — δακτυλογράφησα, δακτυλογραφημένος, γράφω σε γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: Μου πήρε πολύ χρόνο να δακτυλογραφήσω όλα τα χειρόγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλογράφηση — η [δακτυλογραφώ] η γραφή ή αντιγραφή ενός κειμένου με γραφομηχανή … Dictionary of Greek